Κυριακή, Ιουνίου 30, 2013

Φανερωμένη, Η

fun-ερωμένη, η αστεία ερωμένη. η ερωμένη που της αρέσει μετά το σεξ να λέει ανέκδοτα για να διασκεδάσει τον ερωμένο της.

επίσης αναφέρεται στην fan-ερωμένη, την ερωμένη που γίνεται φορτική και θέλει συνεχεια έρωτα.

Τρίτη, Ιουνίου 18, 2013

Σύνταξη, Η

Στην αργκό λέγεται και "διπλή ταρίφα", στη γκρήγκορο ορίζεται ως η πράξη διαμοιρασμού διαδρομής σε ταξί.

π.χ.
"-Πού πάει ο κύριος;
-Πατησίων ψηλά, βολεύει;
-Στο δρόμο μας είναι μαντάμ, να τον πάρουμε σύνταξι;"
Συνταξιούχος, Αθήνα 2011

Δευτέρα, Ιουνίου 10, 2013

Σάββατο, Ιουνίου 08, 2013

Πέμπτη, Ιουνίου 06, 2013

Σάββατο, Ιουνίου 01, 2013

Ξε - ...

Σήμερα θα ασχοληθούμε με το "ξε". Γενικά δεν αξίζει να ασχοληθούμε μαζί του γιατί μόνο αρνητισμό προσφέρει στις λέξεις αλλά θα το κάνουμε γιατί λάβαμε χιλιάδες μεηλς που το ζητούσαν.
Παρακάτω ακολουθούν παλαιότερες αναρτήσεις. Πριν από αυτές, ωστόσο, ακολουθούν μερικές λέξεις που ξεκινούν με "ξε" και παραδείγματα.



ξεμπαρκάρω, όταν δεν πάω στο μπαρ με το αυτοκίνητο

  • ξεδίνω = παίρνω

    ξεπλένω = βρωμίζω

    ξεπατώνω, όταν τα πάω καλά σε εξετάσεις

    ξεψαχνιζω, δεν ψαχνίζω, δηλαδη τρώω κόκκαλο

    ξεσαλώνω(δοτικη)=μετακινουμαι απο το σαλονι στα αλλα δωματια του σπιτιου

    ξετινάζω, μαζεύω τα ψίχουλα και τα τοποθετώ πάλι στο τραπεζομάντηλο 

    ξεπεφτω, γυριζω το χρονο πισω ακριβως στη στιγμη πριν πεσω κατω(συν.ξεγλυστραω)


    ξεπερνάω, δηλαδή μένω απο πίσω

    ξεματιάζω, όταν κλείσω τα μάτια π.χ. "Παααει ο τσιρΓιώργης.. ξεμάτιασε. ήταν και 80 χρονώ"

    ξελογιάζω, όταν σταματάω να ζω με τα λόγια των άλλων

    ξέκωλο, κάτι που δεν έχει κώλο

    ξεκουμπίζομαι, δεν κουμπίζομαι


    ξεστρατιζω, απολυομαι απο το στρατο

    ξε-κατι-νιάζω, σταματάω να νοιάζομαι για κάτι

    ξέχασα, όταν βρήκα κάτι. π.χ. οταν βρεις τα κλειδια σου που εψαχνες ολη μερα λες "Α! επιτελους τα ξεχασα"

    ξενερώνω = στεγνώνω

    ξεσπάω, όταν προσπαθώ να κολλήσω κάτι που έσπασα

    ξερός = Ξε-Ross = ο Joey και ο Chandler

    ξε-ν-Αγος = Καλός άνθρωπος (Γενικά ή λέξη άγος στην αρχαιότητα σήμαινε μίασμα, κατάρα, οργή Θεού,)