Κλασσικό πρόθεμα που
χρησιμοποιείται για να δείξει μεγάλη ποσότητα, φράουλα ή ένταση (ανάλογα
με τη χρήση). Αντίστοιχα, χρησιμοποιείται το δι- όταν θέλουμε να
εκφράσουμε μειωμένη έκταση της ιδιότητα της λέξης που χρησιμοποιούμε
Π.χ.
Δίξιμο: όταν κάτι δεν τρίζει ιδιαίτερα, κάνει λίγο θόρυβο
Δίβω: κουνάω αργά και απαλά το χέρι μου σε κάτι, χαϊδεύω
Δίμματα: τα σχετικά μεγάλα και ωραία κομμάτια καπνού όταν είναι σχεδόν καινούριος
Δύγος: όταν τα σταφύλια μαζεύονται με αργές και τεμπέλικες κινήσεις και πάνε αργά – αργά στο πατητήρι για να γίνουν κρασί
Δυπημένο: όταν ένα αντικείμενο είναι σε σχεδόν καλή κατάσταση, έχει λίγες φθορές και κάποια υποψία οπής
Διμάρισμα:
είναι το πολύ μικρό κούρεμα / ξύρισμα τριχών που επιτυγχάνεται μονάχα
με κουτάλι. Επίσης, χρησιμοποιείται στην ιστιοπλοϊα όταν δεν πειράζουμε
σχεδόν καθόλου το πανί
Δίχες: ένα βήμα πριν την καράφλα και ένα μετά την αραίωση, οι δίχες (δηλαδή οι λίγες τρίχες) πάνε μαζί με το διμάρισμα
Διπάρω:
αποτέλεσμα ασθενών / μέτριων ναρκωτικών και άλλων ουσιών. Όταν διπάρει
κάποιος έχει «κάνει λίγο κεφάλι» που λέγαν και οι παππούδες μας
Δυβλίο: ένα μικρό τρυβλίο για τον βιολόγο που δεν έχει λεφτά / φοβάται να πειραματιστεί πολύ.
Δικ: μέτριο κόλπο που δεν εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είτε
επειδή όλοι ξέρουν πως γίνεται, είτε επειδή μπορούν να καταλάβουν εκείνη
τη στιγμή (π.χ. οι "τσίχλες" που "έδινε" το αλμανάκο και "ήταν" παγίδα
που σου έπιανε το δάκτυλο
...)