Favor-ήττα. Σύνθετη αγγλοελληνική λέξη που αναφέρεται στο συναίσθημα που νιώθεις όταν ελπίζεις πως ένας καλός γνωστός σου ή κάποιος που σου χρωστάει από παλιά θα σου κάνει μια χάρη αλλά τελικά δεν στην κάνει.
π.χ.
"Ο Σταμάτης Κόκοτας είχε μεγάλες favorήττες και γι'αυτό δεν έχει πια δουλειά"
0 εντυπώσεις:
Δημοσίευση σχολίου