Τρίτη, Φεβρουαρίου 12, 2013

Ένθετο: Liposan και ιστορία


Λέξη-σύνθημα, λέξη που μέσα της κρύβει φράση η οποία εχρησιμοποιείτο στα χρόνια της μαντάμ σουσους στο Κολωνάκι. Τότε που ήσουν θυρωρός σε πολυκατοικία και σου φερόσαντε σα να'σαι Δόγης της Βενετίας. Τότε που το Μαριώ ερχόνταν απ'τον Βύθουλα, φτωχολογιά και των γονέων.. Ούτε τάληρα δεν έβρισκες να πάρεις μια κομπόστα να σε βαστήξει. Κι άμα κανας προικοθήρας ή κανας μορφονιός απο καλή οικογένεια έκανε περατζάδα με την κούρσα  όλες βάνανε λίγο πατσουλί, ένα καλό ρετάλι, κανα μπακίρι και κοκκινάδι στα χείλια και τρέχανε ξωπίσω του μπα και σταθούνε τυχερές και γλυκοκοιτάξει καμιά και την πάει στη Βάρκιζα για πενιές και λίγο ξύδι.

Τότε που οι ψωνισμένες κυρίες με κάπα κεφαλαίο (και όλα τα άλλα μικρά) χρησιμοποιούσαν τέσσερις Γαλλικές λέξεις για να περιγράψουν μια Ελληνική γιατί ακουγόταν σα να ξέρουν πιο πολλά.
 Η λέξη λιποζάν ήταν ταμάμ στα χείλη της μοιχαλίδας που έτσι μύνηε στον αγαπητικό, συνήθως υπερπολιτικοποιημένο ρέμπελο, πως ο άντρας της απουσιάζει από το διαμέρισμα και το πεδίο είναι ελεύθερο.
Το "Γιάννης" ήταν λατρεμένο όνομα εκείνη την εποχή και υπήρχε σε κάθε μοντέρνο νοικοκυριό, ο Παπαδόπουλος των μικρών ονομάτων, μεταφραζόταν ως Jean και αποτελούσε το δεύτερο συνθετικό της λέξης η οποία διατηρούσε τη γοητεία του παντρέματος δυο πολιτισμών καθώς προφερόταν με το αγαπημένο χωριάτικο γλίστριμα της γλώσσας στο "Λ" και τον βίαιο ακρωτηριασμό της κατάληξης και συνοδευόταν απο γαλλικό όνομα για να σε ξεγελάσει.
"Λειπ'ο Ζαν" έλεγε λοιπόν η μεγαλοκυρία που νοσταλγούσε κάποιο νέο νταβραντισμένο λαϊκό αγόρι και παστωνότανε με βούτυρο-κακάο για να λάμψει η μούρη της κι έτσι αυτή η έκφραση έγινε λέξη και συνδέθηκε άρρηκτα με το προϊόν.






επιμέλεια παραγωγής: Θείος Αιμίλιος

0 εντυπώσεις:

Δημοσίευση σχολίου